-
1 δύς-ορνις
δύς-ορνις, ῑϑος, mit ungünstiger Vorbedeutung; οἰωνός Eur. Hipp. 795; ξυναυλία δορός Aesch. Spt. 820, d. i. unglücklich; unter unglücklichen Auspicien, Plut. Marcell. 4.
-
2 δύςορνις
δύς-ορνις, ῑϑος, mit ungünstiger Vorbedeutung; ξυναυλία δορός, unglücklich; unter unglücklichen Auspizien -
3 συν-αυλία
συν-αυλία, ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιϑάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Uebereinstimtnung, Gemeinschaft, ϑρήνου, πένϑους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.
См. также в других словарях:
συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι … Dictionary of Greek
δύσορνις — δύσορνις, ο, η (Α) 1. αυτός που φέρνει κακούς οιωνούς («δύσορνις ξυναυλία δορός», Αισχ.) 2. αυτός που γίνεται με κακούς οιωνούς («δυσόρνιθας γεγονέσθαι τὰς τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek