Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξυναυλία δορός

См. также в других словарях:

  • συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …   Dictionary of Greek

  • δύσορνις — δύσορνις, ο, η (Α) 1. αυτός που φέρνει κακούς οιωνούς («δύσορνις ξυναυλία δορός», Αισχ.) 2. αυτός που γίνεται με κακούς οιωνούς («δυσόρνιθας γεγονέσθαι τὰς τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»